- μπρού(ν)τζος
- ο (Μ μπρούντζον και μπρόντζο, τὸ, και μπρούντζος, ὁ)κράμα χαλκού και κασσιτέρου, ορείχαλκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bronzo, πιθ. < λατ. Brundisium, λιμάνι τής Ιταλίας φημισμένο στους αρχαίους χρόνους για την παραγωγή τού μετάλλου αυτού].
Dictionary of Greek. 2013.